Για να αγαπήσω το βιβλίο, πρέπει να ενδιαφερθείς εσύ για μένα. Για να συνδεθώ μαζί του, χρειάζομαι ένα πρόσωπο• ένα πρόσωπο που θα με βάλει στο δρόμο της μάθησης, μέσα από την οικειότητα που θα νιώθει για μένα. - Μια μαθήτρια σε ένα δάσκαλο.
Ένας μαθητής, για να αγαπήσει το βιβλίο, χρειάζεται έναν εκπαιδευτικό να ενδιαφερθεί για τον ίδιο. Αν αισθανθεί το ενδιαφέρον του, αν τον διαπεράσει η έγνοια του για εκείνον, τότε θα του είναι πιο εύκολο να απλώσει τα φτερά του στη χώρα της μάθησης, για να την εξερευνήσει και να προσπαθήσει να ενδιαφερθεί ουσιαστικά για εκείνη.
Οι μαθητές χρειάζονται ευαισθητοποιημένους δασκάλους, που να κατανοούν ότι o χαρακτήρας και οι ατομικές δυσκολίες του κάθε μαθητή είναι διαφορετικές, και αυτό που έχουν ανάγκη είναι σεβασμός και αποδοχή στην προσωπικότητά τους. Η αλήθεια είναι, πως η μάθηση προσφέρεται σε εκείνους, που ανεπηρέαστοι από συναισθηματικά προβλήματα μπορούν να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που τους προσφέρονται στο σχολικό πλαίσιο. Υπάρχουν παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα τα οποία στην παιδική τους φαντασία είναι άλυτα. Όταν συμβαίνει αυτό, τους απορροφά το συναίσθημα που νιώθουν και αδυνατούν να επικεντρωθούν στη λύση του προβλήματος, στην άσκηση που τους ζητάει ένα αποτέλεσμα. Για να εστιαστεί ο μαθητής σε ένα μάθημα, θα πρέπει η συναισθηματική του κατάσταση να είναι τέτοια, που να του επιτρέψει να απορροφήσει τη γνώση. Εάν ταλανίζεται από προβλήματα που ταράζουν τη ψυχή του, θα ασχοληθεί πρώτα με τρόπους διαφυγής από το πρόβλημα του, προσπαθώντας να επιτύχει μια συναισθηματική ισορροπία μέσα του. Αυτό το παιδί χρειάζεται σεβασμό και αποδοχή, γιατί, όταν ένα παιδί πονά ψυχικά, αυτό που θέλει είναι ένα βλέμμα κατανόησης να τον συντροφεύει.
Η γνώση θα έρθει στη συνέχεια, όταν θα αισθανθεί εσωτερική ασφάλεια μέσα του. Χρειάζεται λοιπόν ένα δάσκαλο να καταλαβαίνει ότι, όταν οι καταστάσεις είναι δύσκολες για εκείνον, δεν μπορεί να εστιαστεί στις λέξεις, γιατί το επώδυνο συναίσθημα του τον κρατά εγκλωβισμένο και διώχνει τις λέξεις μακριά. Αποκτά νόημα κάτι, μόνο όταν το καταλαβαίνουμε. Και μπορούμε να το καταλάβομε, όταν η σκέψη μας είναι καθάρια από δύσκολα συναισθήματα. Όταν αυτά μας κυβερνούν, τότε η λογική χάνει κάτι από τη λειτουργικότητα της. Τα παιδιά, τα οποία κατατρύχονται από συναισθηματικές δυσκολίες, επειδή αντιμετωπίζουν προβλήματα στο οικογενειακό τους περιβάλλον που είναι αδύνατο να τα διαχειριστούν, προσμένουν από τον εκπαιδευτικό να κατανοήσει το συναίσθημά τους, γιατί διαφορετικά αισθάνονται ακυρωμένα και αναστέλλουν την προσπάθεια.
Τα παιδιά, που τα χαρακτηρίζει είτε η παθητικότητα είτε η επιθετικότητα, είναι παιδιά αποθαρρυμένα ή τους συμβαίνει κάποιο συναισθηματικό γεγονός, που δεν μπορούν να το διαχειριστούν. Αν παραμελεί ένας μαθητής τα μαθήματά του, δε σημαίνει πως δε σέβεται τον εκπαιδευτικό ή ότι δεν του αρέσει το σχολείο. Αν δεν καταφέρνει να αφομοιώσει τη γνώση, δεν σημαίνει ότι η ευθύνη πρέπει να βαραίνει τον εκπαιδευτικό. Αυτό όμως που χρειάζεται από εκείνον είναι ενθάρρυνση, ώστε να εμπιστευτεί τον εαυτό του, επιβεβαίωση για να δώσει ώθηση στις προσπάθειες του, αποδοχή ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, για να πιστέψει ότι η προσωπική του αξία είναι ανεπηρέαστη από τις επιδόσεις του. Αν αισθανθεί αποδοχή από το σχολικό πλαίσιο, τότε θα ενταχθεί πιο εύκολα σε αυτό. Αν αισθανθεί ότι ανήκει σε αυτό και ότι έχει μια θέση μέσα εκεί, τότε θα του είναι πιο εύκολο να προσπαθήσει για τις επιδόσεις του. Αν αισθανθεί πως τον σέβονται σαν άνθρωπο, τότε θα μπορέσει πιο εύκολα να εστιαστεί στη συμπεριφορά του και να την αλλάξει.
Τα παιδιά και οι έφηβοι καταγράφουν την αντίδραση των εκπαιδευτικών στη συμπεριφορά τους. Όσο κι αν αντιπαρατίθενται σε εκείνους, τα μηνύματα που τους στέλνουν οι εκπαιδευτικοί τούς προσδιορίζουν. Είναι οι σημαντικοί ενήλικες, ακόμα και αν κάποιες φορές δείχνουν να το αμφισβητούν. Πολύ συχνά όταν βρεθεί ένας εκπαιδευτικός να κατανοήσει την αρνητική συμπεριφορά του μαθητή και να τον βοηθήσει να τη μετουσιώσει προς όφελός του, τότε γίνονται θαύματα. Το παιδί αξιοποιεί την κοινωνικότητα του και παύει να την χρησιμοποιεί εις βάρος του, οπότε αποδέχεται την εκτίμηση του εκπαιδευτικού και παράλληλα εκτιμά τη γνώση που του προσφέρει.
Ένα παιδί είναι ανώριμο, οπότε στην επαφή του με τους άλλους επικοινωνεί με τις ανώριμες πλευρές του πλευρές, προσδοκώντας πως οι άλλοι θα τον βοηθήσουν να τις επεξεργαστεί. Ένας μαθητής για παράδειγμα, που υποτιμάται από την οικογένεια του, θα προσπαθήσει με τη συμπεριφορά του να κάνει τους άλλους να τον υποτιμήσουν, πιστεύοντας πως αυτός ο ρόλος του αξίζει ή θα υποτιμά εκείνος, όσους συναναστρέφεται, ιδιαίτερα εκείνους που είναι διαφορετικοί από το μοντέλο στο οποίο έχει συνηθίσει και με το οποίο έχει ταυτιστεί. Ένας εκπαιδευτικός δηλαδή, που θα τολμήσει να τον επιβεβαιώσει, θα συναντήσει έκπληκτος την ειρωνεία από το μαθητή του ή την υποτίμησή του. Τα παιδιά που έχουν σοβαρές συναισθηματικές δυσκολίες, οι οποίες εκδηλώνονται με λάθος συμπεριφορές, και είναι αρκετά αυτά, γυρεύουν ένα άνθρωπο που θα μπορέσει να τα βοηθήσει να αλλάξουν την επιβλαβή συμπεριφορά, η οποία στρέφεται ενάντια πρώτα από όλα στα ίδια.
Αυτό που χρειάζονται πάνω από όλα είναι να μην αισθανθούν οι εκπαιδευτικοί τη δική τους δυσκολία τους στη σχολική επίδοση ή στη συμπεριφορά ως αποτυχία των εκπαιδευτικών και επομένως αισθανθούν αδύναμοι να την αντιμετωπίσουν στο χρόνο που εκδηλώνεται, αλλά να της δώσουν τη φροντίδα που χρειάζεται, για να μπορούν να τη διαχειριστούν. Όταν ένα παιδί έχει δυσκολίες στην απόδοση του, τότε χρειάζεται ο κάθε εκπαιδευτικός να διαχειριστεί τα δικά του δύσκολα συναισθήματα που τον κυριεύουν, όταν βρίσκεται μπροστά στη περίπτωση ενός μαθητή που αδυνατεί να τον καταλάβει και να μην το αισθανθεί ως προσωπική απογοήτευση με αποτέλεσμα να φερθεί επιθετικά ή αδιάφορα. Όταν το καταφέρει αυτό, όταν μπορέσει δηλαδή να αποστασιοποιηθεί από τα δικά του δύσκολα συναισθήματα, τότε μπορεί να προσεγγίσει τον μαθητή, χωρίς να τον υποτιμά, χωρίς δηλαδή να αναπαράγει το συναίσθημα που υποσυνείδητα νιώθει ο μαθητής για τον εαυτό του κι ασυνείδητα ταυτιστεί με το μοντέλο, στο οποίο τον πιέζει να προσαρμοστεί ο μαθητής, γιατί του θυμίζει το μοντέλο των δικών του ανθρώπων. Ο άνθρωπος που έχει υποστεί τραύματα, έχει διαμορφώσει ένα πληγωμένο ψυχισμό.
Αισθάνεται εκμηδενισμένος, ακυρωμένος και πιστεύει ότι δεν προσφέρεται για εκείνον το δώρο της γνώσης και δεν αξίζει της προσοχής του εκπαιδευτικού. Εκείνο που πάσχει δεν είναι η συμπεριφορά αλλά τα συναισθήματά του, τα οποία έχουν πληγεί. Αν ο εκπαιδευτικός αγκαλιάσει αυτά τα συναισθήματα, τότε το αίσθημα υποτίμησης θα αμβλυνθεί, ο θυμός θα υποχωρήσει, τα συναισθήματα αποτυχίας θα πάψουν να βρίσκουν χώρο, οπότε θα αποκτήσει μια διαφορετική εικόνα για τον εαυτό του και η συμπεριφορά του θα αρχίζει να αλλάζει. Όλα αυτά βέβαια έχοντας υπόψη μας πως οι παρεμβάσεις που θα κάνει ο εκπαιδευτικός θα γίνουν χωρίς ερμηνείες, οι οποίες θα μπορούσαν να ξεσηκώσουν μια θύελλα επιθετικότητας και γνωρίζοντας πως το καθετί θέλει το χρόνο του, γιατί οτιδήποτε γίνεται βίαια μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχή. Όταν ένα άνθρωπος έχει εξιδανικεύσει ένα μοντέλο ακόμα κι αν είναι λάθος, αποφασίζει να αποδέχεται στοιχεία από ένα διαφορετικό μοντέλο, μόνο αν αισθανθεί ασφάλεια μαζί του.
Πολλά παιδιά, που αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητες συναισθηματικές δυσκολίες, κεντρίζουν τη λύπηση του εκπαιδευτικού, ο οποίος βλέπει σε αυτά δικές του πλευρές, που έχουν παραμείνει εγκαταλελειμμένες και, από αποφυγή της ευθύνης να ασχοληθεί με αυτές, ασχολείται υπερβολικά με τα συναισθήματα του παιδιού. Ταυτίζεται με το παιδί, που αισθάνεται ότι του μοιάζει, λυπάται για εκείνο, όπως λυπάται για τον εαυτό του, επειδή σχημάτισε την εντύπωση ότι δεν κατάφερε να διαχειριστεί την δυσκολία του ως παιδί και αισθάνεται αποτυχημένος για αυτό. Του μεταφέρει λοιπόν με τη συμπεριφορά του και με τα συναισθήματά του το δικό του αίσθημα ανημποριάς, ακόμα κι αν το παιδί δεν αισθάνεται απαραίτητα έτσι. Ενώ λοιπόν του μιλάει λογικά, το συναίσθημα που εκπέμπει, το οποίο απορρέει από το αίσθημα ανασφάλειας και έλλειψης εμπιστοσύνης προς τον εαυτό του, αναιρεί το περιεχόμενο των λόγων του.
Αν είχε αντιμετωπίσει τα συναισθήματα του, θα ένιωθε ασφάλεια με τον εαυτό του, πως ο καθένας μπορεί να τα καταφέρει στη ζωή του παρά τις δυσκολίες που μπορεί να του τύχουν, άρα τα μηνύματα του θα απέπνεαν ασφάλεια και εμπιστοσύνη, γιατί ο ίδιος θα τα ένιωθε. Το παιδί ακούει τα λόγια του εκπαιδευτικού τα οποία μιλούν στη λογική του, όμως εκείνο που αποδέχεται και παραδέχεται είναι το συναίσθημα που νιώθει από τον εκπαιδευτικό, όταν του επικοινωνεί αυτά που θέλει να του πει.
Ο εκπαιδευτικός που παρασύρεται από τα συναισθήματά του δεν μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για το παιδί, οπότε άθελα του συντηρεί το αρνητικό κλίμα που βιώνει το παιδί στο σπίτι του. Μπορεί ο τρόπος των γονιών του να είναι επιθετικός και για αυτό να αισθάνεται το παιδί πως δεν έχει αξία, αλλά όταν ο εκπαιδευτικός αντιμετωπίζει τη δυσκολία του με παθητικότητα, με την έννοια πως δεν την αναλαμβάνει δυναμικά, αλλά την προβάλει στο παιδί (δε νιώθω εγώ έτσι, εσύ νιώθεις), άθελά του το κάνει να αισθάνεται την ίδια συναισθηματική απαξίωση, γιατί πλέον επιβεβαιώνεται πως δεν αξίζει να ασχοληθεί κάποιος με σεβασμό και σοβαρότητά στα συναισθήματά του και να τα κατανοήσει.
Υπάρχουν άνθρωποι που στην πορεία της ζωής τους διέπρεψαν, όταν κατάφεραν να διαχειριστούν μια δύσκολη συναισθηματική κατάσταση που ζούσαν ως παιδιά, επειδή βοηθήθηκαν είτε από κάποιους χαρισματικούς εκπαιδευτικούς είτε από ευνοϊκές συγκυρίες.
Κάποτε άκουσα για την ιστορία ενός ανθρώπου, ο οποίος σα μαθητής ήταν ο εφιάλτης των καθηγητών με την αντιδραστική του συμπεριφορά μέσα στην τάξη. Ήταν ένα παιδί που οι περισσότεροι θύμωναν μαζί του και μάλιστα προέβλεπαν ότι η μοίρα του θα ήταν αρνητικά προδιαγεγραμμένη σε όλους τους τομείς της ζωής του. Ένας καθηγητής, ο οποίος είχε έντονα αμφιθυμικά συναισθήματα προς αυτόν, από τη μια αμφέβαλλε για εκείνον, ίσως γιατί του θύμιζε τον εαυτό του, και από την άλλη, επειδή τον αγαπούσε κατά βάθος, όσο του επέτρεπαν βέβαια οι δυσκολίες του να αγαπήσει, ανησυχούσε για εκείνον και φοβόταν πως το μέλλον του δε θα ήταν απλά αβέβαιο αλλά καταδικασμένο. Μετά από χρόνια λοιπόν, όταν ο εκπαιδευτικός αντιμετώπιζε πολύ σοβαρά συναισθηματικά προβλήματα και ένιωθε το νόημα της ζωής του αβέβαιο, μετά από παρακίνηση των φίλων του και πολύ προσπάθεια του ίδιου, κατάφερε τον εαυτό του να βγει και να πάει στο θέατρο. Εκεί έμεινε εμβρόντητος, γιατί ο άνθρωπος, που εκείνος θεώρησε στο παρελθόν ότι θα αποτύχαινε στη ζωή του, ήταν ο πρωταγωνιστής της παράστασης και μάλιστα πολύ επιτυχημένος στην καριέρα του. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν τον έκανε να γελάσει μετά από μια μεγάλη περίοδο θλίψης. Συγκινημένος κατευθύνθηκε στα καμαρίνια για να συγχαρεί τον επιτυχημένο ηθοποιό, ο οποίος όταν τον είδε, εξέφρασε τη χαρά του προς αυτόν με τα εξής λόγια:
‘Πρέπει να σας ευχαριστήσω, γιατί χάρη σε σας έγινα ηθοποιός’.
Ο εκπαιδευτικός χωρίς να καταλαβαίνει τι εννοεί, τον κοιτούσε σιωπηλός, νομίζοντας αρχικά πως κάνει κάποιο λάθος και τον μπερδεύει με άλλον, ώσπου πήρε πάλι τον λόγο ο ‘πάλαι ποτέ’ μαθητής του και του είπε:
-Να, σας έβλεπα τόσο δυστυχισμένο όταν προσπαθούσατε να με επαναφέρετε στη τάξη και τόσο θλιμμένο που δεν καταφέρνατε να το πραγματοποιήσετε, που έβαλα στόχο της ζωής μου να κάνω τους ανθρώπους να γελάνε, για να μην είναι τόσο δυστυχισμένοι όσο εσάς. Έβαλα λοιπόν στοίχημα με τον εαυτό μου ότι θα καταφέρω να προσφέρω χαρά σε εκείνους οι οποίοι είναι θλιμμένοι, ενώ μέσα μου, όταν το έλεγα αυτό, είχα ένα πρόσωπο, εσάς, στον οποίο απευθυνόμουν.
Ποτέ δεν γνωρίζουμε πότε θα παιχτεί η τελευταία πράξη!
* Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι