Είναι δυνατόν να πιστέψουμε πως ο άνθρωπος μαθαίνει να φοβάται; Κι όμως μια πιθανή ‘’κουλτούρα φόβου’’, που είναι δυνατόν τα παιδιά να γνωρίσουν μέσα στο σπίτι, στο σχολείο αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία, προκαλεί φόβο, δυσπιστία, έλλειψη ανεκτικότητας και επιδείνωση των επιθετικών συμπεριφορών απέναντι σε πιθανούς υπόπτους. Αλλά πως μπορεί να καλλιεργηθεί αυτή η κουλτούρα φόβου και πως αντιμετωπίζεται;
Τα κοινωνικά ιδεώδη στην σύγχρονη εποχή φαίνεται να έχουν υποβαθμιστεί και η κοινωνία δεν καταφέρνει να βοηθήσει τους νέους της να φέρουν εις πέρας την ολοκλήρωση της συν-ταύτισης τους με συμβολικές αξίες και ηθικές αρχές. Επιπλέον η υπερβολική καταταναλωτική τάση, ιδιαίτερα των προηγούμενων χρόνων, ‘’κονιορτοποιεί’’ περισσότερο και ριζικά την διαδικασία των ταυτίσεων. Με τον όρο ταυτίσεις εννούμε την διαδικασία εσωτερίκευσεις των ιδανικών, ηθικών αξιών, καλών παραδειγμάτων κλπ που συμβαίνει τόσο στην ηλικία 5-10 καθώς και στην εφηβεία. Ζούμε σε μια εποχή κοινωνικής αποδόμησης και η βία είναι ένα απο τα αποτελέσματα της. Μέσα σ’αυτό το πλαίσιο της αποδόμησης, είναι φυσικό και η οικογένεια να πάσχει απ΄αυτή.
Σε ποιές κοινωνικές δομές όμως εκπαιδεύεται ο άνθρωπος να φοβάται και πως;
A. Οικογένεια
Η βία μέσα στην ίδια την οικογένεια, μέσα από τα λόγια, τις κινήσεις, τις πράξεις, προκαλεί μεγάλο πόνο. Μέσα στην οικογενειακή βία, περιλαμβάνουμε και την σεξουαλική βία στα παιδιά. Ως οικογενειακή βία χαραχτηρίζουμε το ενδοοικογενειακό εκείνο κλίμα που δεν κατανοεί την ανάγκη των παιδιών για σεβασμό, την ανάγκη του να το κατανοούν και να αντιδρούν απέναντι του με τον κατάλληλο τρόπο, να το συμπαθούν, αλλά και να το καθρεφτίζουν.
Με την λέξη καθρέφτισμα εννοούμε την έμφυτη ανάγκη του παιδιού να νιώθει ξεχωριστό και ιδιαίτερο και αυτό να αντανακλάται στις αντιδράσεις των γονέων. Στο καθρέφτισμα αυτό είναι δυνατόν τα παιδιά να δεχθούν πλήγματα στα υγειή κομμάτια του ναρκισσισμού τους με άμεσο αποτέλεσμα την υποδομή για θεμελίωση χαμηλής αυτοπεποίθησης.
Όπως τα φυτά στρέφονται προς τον ήλιο για να μεγαλώσουν, έτσι και τα παιδιά στρέφονται προς τους γονείς τους για να επιβιώσουν και κάνουν ό,τι μπορούν για να μην τους χάσουν. Δυστυχώς υπάρχουν γονείς που χωρίς να το καταλαβαίνουν, επειδή υπήρξαν ως παιδιά στερημένα, ‘’χρησιμοποιούν’’ τα παιδιά τους για δική τους ικανοποιήση.
Β. Σχολείο – Εκπαίδευση Εκπαίδευση, εννοούμε τις μεθόδους με τις οποίες η κοινωνία μεταβιβάζει; από την μια γενιά στην άλλη τη γνώση, τον πολιτισμό και τις επικρατούσες αξίες. Τα μικρά παιδιά μαθαίνουν τον κόσμο αλληλεπιδρώντας με αντικείμενα, ερωτήματα, επιθυμίες και δεσμεύσεις. Παράγουν συνεχώς ερωτήματα και ιδέες, τα οποία και επιθυμούν να εκφράσουν.
Οι μεγάλοι από την πλευρά τους ανατροφοδοτούν τα παιδιά με πολλούς τρόπους:
1. Αγνοούν τα ερωτήματα του παιδιού ή προσπαθούν να επιβάλλουν την δική τους προοπτική σχετικά με το τι αξίζει να μαθαίνει και να ασχολείται το παιδί τους.
2. Απαντούν στις συγκεκριμένες ερωτήσεις του, ή ακόμα επεκτείνουν την απάντηση ώστε να συμπεριλαμβάνει και κάποια γνώση ή πληροφορία που νομίζουν ότι σχετίζεται με το πλαίσιο.
3. Το υποστηρίζουν ώστε μόνο του να οδηγηθεί σταδιακά σε απαντήσεις του δίνουν δηλαδή όση βοήθεια χρειάζεται ώστε να προχωρήσει σ΄ ένα παρακάτω στάδιο και επίπεδο κατανόησης κάθε φορά.
Από τα παραπάνω κατανοούμε ότι η εκπαίδευση έχει δυο μοντέλα που παρέχεται. Ένα είναι το μοντέλο μετάδοσης και το άλλο το υποστηρικτικό μοντέλο. Ενώ το μοντέλο της υποστήριξης δίνει έμφαση στην συν-δημιουργία των νοημάτων κυρίως μέσα από συμμετοχικές δραστηριότητες δασκάλων και μαθητών, το μοντέλο της μετάδοσης εκφράζει την άποψη ότι η γνώση είναι μεταδιδόμενο αγαθό και εστιάζει στους τρόπους με τους οποίους αυτό το αγαθό θα μπορέσει να μεταδοθεί σωστά στους μαθητές.
Στην Ελλάδα το 40% των δασκάλων της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης πιστεύει στην διατήρηση της αυστηρής ιεραρχίας μέσα στην τάξη και στην μετάδοση της ύλης ως τα σημαντικότερα καθήκοντα τους. Το 54% παρεκκλίνει από αυτούς τους παραδοσιακούς τρόπους αλλά μόνο για να εκφράσει προοδευτισμό και όχι γιατί επιθυμεί δομική ρήξη με τα παραδοσιακά πρότυπα. Τέλος το 6% μόνο καλλιεργεί μια παιδαγωγική σχέση με βάση το θεωρητικό πλαίσιο της υποστηρικτικής και αντιαυταρχικής εκπαίδευσης.
Πως αντιδρούν τα παιδιά;
Κάπου εδώ είναι και η καυτή πατάτα. . Κάποιοι μαθητές ενσωματώνουν τις ενέργειες ελέγχου των εκπαιδευτικών σε μεγάλο βαθμό. Η προσωπικότητα του δασκάλου, η θέση αυτών των μαθητών στην ιεραρχία μαθησιακών επιδόσεων της τάξης, αλλά και η οικογενειακή και κοινωνική τους προέλευση, είναι πιθανόν αιτίες που τα παιδιά επιλέγουν να ενσωματώσουν και να αποδεχθούν, τον έλεγχο, την παραβίαση της προσωπικότητας τους κλπ.
Κάποια άλλα παιδιά, φαίνεται σαν να κάνουν μια κρυφή συμφωνία με τον δάσκαλο. Δεν αμφισβητούν, ούτε αντιστέκονται φανερά, όταν αυτός επιλέγει να θίξει την υπόληψη τους και να μειώσει την αυτοεκτίμηση τους. Αντιστέκονται όμως κρυφά. Παραβαίνουν κανόνες όταν δεν γίνονται αντιληπτοί, δημιουργούν μια ανεπίσημη κουλτούρα στην τάξη και πρωτοστατούν σ΄αυτή, συνεργάζονται σε εργασίες που έχουν οριστεί ως ατομικές, ή ακόμα δεν εμπλέκονται ενεργά στην μαθησιακή διαδικασία, παρόλο που φαίνονται ότι συμμετέχουν.
Μερικές φορές ενεργούν προκλητικά ώστε ο δάσκαλος να φανερώσει την κρυφή του εξουσία και να βρουν την ευκαιρία να τον αμφισβητήσουν φανερά. Τέλος άλλα παιδιά, δεν αποδέχονται την εξουσία και την εκπαιδευτική προσφορά. Είναι παιδιά που συνήθως συνοδεύονται και από οικογενειακό πλαίσιο με τα χαρακτηριστικά που προαναφέραμε.
Συνήθως τα παιδιά αυτά περιθωριοποιούνται, έρχονται σε κατά μέτωπο σύγκρουση με την εξουσία, μπαίνουν σε συμμορίες και γενικά αποσύρονται φανερά. Οι συμμορίες ανηλίκων, και επιλέγω να πω εδώ αυτό γιατί είναι και ο συνδετικός κρίκος για την κοινωνική βία, είναι οι χώροι δράσης ή πιο σωστά εκδραμάτισης. Η αποθέωση είναι όλα να τελειώσουν με ένα μεγάλο καβγά μεταξύ των αντίπαλων ομάδων.
Δίπλα στους κολλητούς αισθάνονται δυνατοί και θαρραλέοι, αφού οπουδήποτε αλλού δεν υπήρξαν. Υπάρχει ενέργεια, δυνατότητα έκφρασης, η προσέγγιση μεταξύ των παιδιών οφείλεται στην ανάγκη της ταυτότητας, στην ανάγκη απόκτησης προσωπικού στυλ και στην ανάγκη έκφρασης ενός χώρου έκφρασης τόσο του άγχους όσο και της ενέργειας, εφόσον το σπίτι, το σχολειό και αργότερα η κοινωνία δεν το προσφέρει.
Η αγάπη είναι το πιο ισχυρό αντίδοτο κατά της κουλτούρας της βίας. Αλλά μια αγάπη ειλικρινής και όσο το δυνατόν περισσότερο ανιδιοτελής. Αγαπάμε το παιδί μας γι΄αυτό που είναι και όχι για ό,τι εμείς ονειρευτήκαμε να είναι. Το παιδί έχει δικαίωμα στην διαφορετικότητα και την αυτοδιάθεση του. Ο ρόλος του γονέα και εκπαιδευτικού είναι να το βοηθήσει να μάθει να σκέφτεται όχι να το κατευθύνει στο τι να σκέφτεται.
γράφει η κα Αννίτα Λουδάρου Εκπ . Ψυχοθεραπεύτρια (Ελληνική εταιρεία Ομαδικής Ανάλυσης και Οικογενειακής Θεραπείας)