Ο Σεφέρης στις Δοκιμές υποστήριζε ότι τη γλώσσα τη χρησιμοποιούμε με δύο τρόπους: έναv που αφορά το λογικό μας και τον άλλο που αφορά τις συγκινήσεις μας. Η λογοτεχνία χρησιμοποιεί το δεύτερο τρόπο, μεταχειρίζεται δηλαδή τη συγκινησιακή χρήση της γλώσσας, όπου ο λόγος είναι φορτισμένος με τη μεγαλύτερη συναισθηματική ένταση και ανοίγει νέους ορίζοντες στη θέαση του κόσμου, αφού μεταστοιχειώνει την πραγματικότητα σ΄ ένα παιγνίδι υποβολής και επιβολής. Τις συγκινήσεις τις οποίες προσφέρει ένα λογοτεχνικό κείμενο απολαμβάνουν όχι μόνο οι ενήλικες, αλλά και τα παιδιά καθ΄ όλη τη διάρκεια της αναπτυξιακής τους πορείας.
Μακροχρόνιες έρευνες απέδειξαν ότι η μύηση του παιδιού από την πολύ μικρή του ηλικία στον έντεχνο λόγο συμβάλλει στην αισθητική καλλιέργεια, στην ανάπτυξη της φαντασίας, στην ψυχική ωρίμανση και φυσικά στην γλωσσική του ανάπτυξη. Η παραπάνω διαπίστωση επιβεβαιώνεται από το νέο πλαίσιο προγράμματος σπουδών, που αφορά τη γλώσσα στην προσχολική, αλλά και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, το οποίο αναφέρεται σε δραστηριότητες που αναπτύσσουν τόσο την προφορική έκφραση, τη γραφή, όσο και την ανάγνωση. Για την καλλιέργεια των σχετικών ικανοτήτων από τα παιδιά ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στη λογοτεχνία.Βέβαια, επειδή δεν είναι όλα τα λογοτεχνικά κείμενα κατάλληλα για μικρότερους αναγνώστες, αρκετοί συγγραφείς προχώρησαν στη συγγραφή βιβλίων για παιδιά, τα οποία ν΄ ανταποκρίνονται τόσο στο νοητικό τους επίπεδο, όσο και στα ευρύτερα κοινωνικά τους ενδιαφέροντά.
Πριν προχωρήσουμε στην παράθεση θεωρητικών και ερευνητικών δεδομένων για το πώς η λογοτεχνία συμβάλλει στη γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών, είναι απαραίτητο να δούμε τι ακριβώς εννοούμε όταν αναφερόμαστε στη γλωσσική ανάπτυξη. Γενικότερα η οργάνωση του γλωσσικού συστήματος θεωρείται ότι επιτελείται σε τρία τουλάχιστον διαφορετικά επίπεδα: φωνολογικό, σημασιολογικό και συντακτικό .Οι τρεις αυτοί τομείς συγκροτούν το δομικό στοιχείο της γλώσσας. Όταν το παιδί κατέχει και τους τρεις αυτούς τομείς υποθέτουμε ότι κατέχει τη γλώσσα.
Αρχικά πρέπει να τονίσουμε το ρόλο τον οποίο διαδραματίζει η λογοτεχνία στην κατάκτηση της εγγραμματοσύνης. Ειδικότερα η κατάκτηση των βασικών στρατηγικών επεξεργασίας ενός λογοτεχνικού κειμένου, επιτελείται ήδη στην προσχολική ηλικία, στα πλαίσια των γεγονότων εγγραμματοσύνης, κατά τη μελέτη ενός γραπτού κειμένου. Συνεπώς τα παιδιά μαθαίνουν τη γλώσσα μέσα από ενδιαφέροντα ακούσματα λογοτεχνικών κειμένων, που ανταποκρίνονται σε σχήματα ή σε σενάρια γλώσσας που έχουν διαμορφώσει πριν πάνε στο σχολείο. Με όχημα την ιστορία τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να μάθουν τη γραμματική, το συντακτικό και το λεξιλόγιο της γλώσσας.
Ειδικότερα οι Robinson & Spodek παρατηρούν ότι η λογοτεχνία αποτελεί μια προφανή πηγή ποικιλίας στη χρήση λέξεων και λεξιλογίου. Η παιδική λογοτεχνία και συγκεκριμένα οι μικρές εικονογραφημένες ιστορίες, μπορούν να βοηθήσουν στον εμπλουτισμό του λεξιλογίου των παιδιών της προσχολικής ηλικίας. Την παραπάνω διαπίστωση έρχεται να επιβεβαιώσει μία πρόσφατη έρευνα η οποία πραγματοποιήθηκε σε ελληνικά νηπιαγωγεία, αποδεικνύοντας ότι η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού βιβλίου προσαρμοσμένου στην προσληπτική ικανότητα του παιδιού, βγάζει το παιδί από τον καθημερινό λόγο και το οδηγεί σε νέες –φανταστικές μεν- αλλά ευχάριστες καταστάσεις, οι οποίες είναι δυνατόν να προκαλέσουν επικοινωνία, η οποία θα επενδυθεί με κατάλληλο λεξιλόγιο, γεγονός που θα βοηθήσει στον εμπλουτισμό του. Η έρευνα επιβεβαίωσε την αρχική της υπόθεση ότι η διδακτική ενασχόληση με τις μικρές ιστορίες στο χώρο του νηπιαγωγείου παρέχει στα παιδιά τη δυνατότητα ν΄ αυξήσουν οπωσδήποτε το ενεργητικό τους λεξιλόγιο, παράλληλα με το παθητικό. Ομοίως και μία παλαιότερη μελέτη των Bruner & Ninio (1978) διαπίστωσε ότι το διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων με εικόνες από τους γονείς βοηθούσε στην πρόσκτηση νέων λέξεων. Ενισχυτική θεωρείται και η άποψη του Δ. Τομπαΐδη ότι ο μαθητής για να εντάξει μία νέα λέξη στο λεξιλόγιό του θα πρέπει να γνωρίζει όχι μόνο τη σημασία και τη μορφή της, αλλά και σε ποιο αντικείμενο αναφέρεται. Άλλωστε ο εμπλουτισμός του λεξιλογίου σημαίνει αφαιρετική σκέψη, βελτιωμένη έκφραση και αποτελεσματικότερη επικοινωνία. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι και ο ρόλος των γονέων, οι οποίοι, μέσα από τον διαμεσολαβητικό τους ρόλο, επηρεάζουν όχι μόνο τον τρόπο χρήσης της γλώσσας (εμπλουτισμός λεξιλογίου), αλλά και τον τρόπο προσέγγισης του λογοτεχνικού κειμένου.
Μία ακόμη μελέτη έδειξε ότι όταν τα παιδιά εκτίθενται σ΄ όλα τα είδη ενδιαφέρουσας λογοτεχνίας, σε κάθε στάδιο της σχολικής τους ζωής, αυξάνουν σημαντικά τις ικανότητες της γραπτής τους έκφρασης. Δύο είναι οι τύποι γραφής, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο: η δημιουργική γραφή, όπου η λογοτεχνία αποτελεί το έναυσμα για να γράψει το παιδί και η ανταπόκριση στη λογοτεχνία, όπου τα παιδιά καλούνται να εκφράσουν τη γνώμη τους με εποικοδομητικό αλλά και κριτικό τρόπο, για τα έργα που διαβάζουν. Ήδη αν όχι από την Α΄, στην Β΄ τάξη τα παιδιά έχουν την ικανότητα να γράφουν μικρά περιγραφικά κείμενα, όχι μόνο σωστά από άποψη διατύπωσης, αλλά και με χρήση λογοτεχνικών σχημάτων όπως η παρομοίωση και η ερώτηση. Από την προσχολική ηλικία ακόμη τα παιδιά κατανοούν το συσχετισμό μεταξύ του γραπτού και του προφορικού λόγου, όταν η νηπιαγωγός τους διαβάζει κάποιο λογοτεχνικό κείμενο, αφού συνειδητοποιούν ότι τα όσα διαβάζει αποτελούν στοιχεία που βρίσκονται γραμμένα κάπου.
Από πολύ μικρή ηλικία έρχονται όμως σ΄ επαφή τα παιδιά και με την ανάγνωση. Τα βρέφη με τη συνεχή επαφή τους με εικονογραφημένα βιβλία λογοτεχνίας εισάγονται σε διαστάσεις κλειδιά, όσων αφορά τον κόσμο των βιβλίων και τον τρόπο εργασίας τους. Οι ερευνητές Snow & Ninio αποκαλούν τις πρωταρχικές αυτές επαφές ως «συμβόλαια αλφαβητισμού». Κατά την επαφή τους τα παιδιά με τις εικονογραφημένες ιστορίες αρέσκονται να βλέπουν και να ερμηνεύουν τις εικόνες των κειμένων και έτσι προκαλείται η περιέργεια της ανάγνωσης Ειδικότερα τα αποτελέσματα μίας μελέτης έδειξαν ότι τα παιδιά, των οποίων οι γονείς τους διάβαζαν ιστορίες και παραμύθια είχαν εξίσου καλή επίδοση σε δραστηριότητες ανάγνωσης, με τα παιδιά, των οποίων οι γονείς τους δίδασκαν την ονομασία των γραμμάτων από βιβλία ασκήσεων. Συνεπώς διευρύνοντας τον αλφαβητισμό, για να δημιουργήσουμε ικανούς αναγνώστες είναι να παρέχουμε στα παιδιά λογοτεχνικά βιβλία που να τους προκαλούν το ενδιαφέρον.
Σχετικά με την ανάγνωση λογοτεχνικών ιστοριών από τους γονείς, διαπιστώθηκε ότι, ανεξάρτητα από τον δυναμικό ή περισσότερο παθητικό ρόλο που οι γονείς υιοθετούν στα πλαίσια αυτού του γεγονότος εγγραμματοσύνης, μέσα από την επανάληψη συγκεκριμένου τύπου ερωτήσεων και απαντήσεων, τα παιδιά εσωτερικεύουν και τις απαντήσεις τις οποίες έπρεπε να δώσουν στις ερωτήσεις των γονιών, αλλά και τις ερωτήσεις που μπορούν να θέσουν τα παιδιά σε παρόμοια πλαίσια επικοινωνίας. Επίσης τα παιδιά διαμορφώνουν γενικότερα γνωσιακά και δομικά σχήματα που αφορούν στον κοινωνικοπολιτισμικά αποδεκτό τρόπο δόμησης των αφηγήσεων. Παρατηρούμε δε ότι ο μικρός αναγνώστης εξοικειώνεται με τις αφηγηματικές δομές μιας λογοτεχνικής ιστορίας και τελικά εμφανίζεται να γνωρίζει όρους και τρόπους για την ανάγνωσή της. Τα παιδιά που από μικρά αρέσκονταν να τους διαβάζουν οι γονείς τους ιστορίες, παραμύθια και άλλα λογοτεχνικά είδη φαίνεται ότι με την εισαγωγή τους στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση η αφηγηματική τους ικανότητα βρίσκεται σαφώς σε καλύτερο επίπεδο, έναντι των παιδιών, τα οποία δεν είχαν ανάλογες εμπειρίες (χρησιμοποιούν με ορθότερο τρόπο τις δευτερεύουσες προτάσεις, είναι ικανά να συνδέουν την αιτία με το αποτέλεσμα). Γενικότερα πολλές είναι οι λογοτεχνικές αφηγήσεις με τις οποίες μπορούμε να φέρουμε τους μαθητές σ΄ επαφή με τις ιδιαιτερότητες και την ποικιλομορφία του αφηγηματικού λόγου.
Σ΄ ότι αφορά την προφορική έκφραση των παιδιών, προτείνεται, σε σχετικό άρθρο ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, αυτό των limericks. Την ακρόαση των στίχων μπορεί να ακολουθήσει συζήτηση, κατά την οποία τα παιδιά συνδέουν το περιεχόμενο του ποιήματος με προσωπικά βιώματα και το εκφράζουν. Οι ρυθμικές αυτές λεκτικές εκφράσεις συμβάλλουν στη δημιουργία εννοιών, ενώ ενισχύουν την ανάπτυξη του εν εξελίξει γλωσσικού οργάνου. Ειδικότερα κατά την ακρόαση των ποιημάτων τα παιδιά μαθαίνουν να ξεχωρίζουν τον τονισμό και την παύση μέσα σε ένα ποίημα, ενώ ταυτόχρονα εξοικειώνονται με ειδικά γραμματικά φαινόμενα. Συνεπώς τα παιδιά μαθαίνουν σύνθετες και αντίθετες λέξεις, τη σημασία των ρημάτων, των ουσιαστικών (μεγεθυντικά και υποκοριστικά), των επιθέτων που προσδιορίζουν ιδιότητες στα ουσιαστικά, κατανοούν τον ενικό και πληθυντικό αριθμό και χρησιμοποιούν τους χρόνους ενεστώτα, αόριστο και μέλλοντα. Επίσης αναφορικά με τη σύνταξη των προτάσεων, μέσα από τη λογοτεχνία και ειδικότερα από τα limericks, εξ΄ αιτίας της απλής αφηγηματικής τους δομής, παρέχεται η δυνατότητα να εντοπίσουν το ρόλο του υποκειμένου και να οδηγηθούν στην κατανόηση της παθητικής σύνταξης.
Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται και η ευκαιρία που προσφέρει η λογοτεχνία, μέσα από συγκεκριμένες λέξεις για φωνολογική εξερεύνηση. Από τη βρεφική ηλικία ακόμη, οι γονείς μπορούνε να αναζητήσουν υλικό σε λογοτεχνικά βιβλία με αινίγματα, γλωσσοδέτες, παροιμίες, τα οποία θεωρούνται γλωσσοφωνητικές ασκήσεις. Μάλιστα μέσα από την πολυσημία των λέξεων, σε διάφορα είδη λογοτεχνίας, κατανοούνται οι διάφορες εκδοχές της γλώσσας και της έκφρασης.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου ή η πραγματοποίηση δραστηριοτήτων, οι οποίες μπορεί να προκύψουν από το περιεχόμενό του, συμβάλλουν στην προαγωγή των γλωσσικών ικανοτήτων των παιδιών και φυσικά στην γλωσσική τους ανάπτυξη. Από τη άλλη πλευρά στις επιδιώξεις και το περιεχόμενο του γλωσσικού μαθήματος όλων των τάξεων, που είναι η ακρόαση, η προφορική και γραπτή έκφραση, η ανάγνωση, το λεξιλόγιο και η γραμματική περιέχονται αρκετά στοιχεία που συμβάλλουν στην ευαισθητοποίηση των παιδιών απέναντι στα λογοτεχνικά κείμενα.